- προβολάριος
- προβολ-άριος, ὁ, dub. sens. in BGU14 v 18 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προβολάριος — ὁ, Α [πρόβολος] υπάλληλος ή υπηρέτης αγροτικού κτήματος … Dictionary of Greek